κυνηγία

κυνηγία
κυνηγία (s. prec. and also next entry; Trag., Aristot., Polyb. et al.; PTebt 339, 9) hunt, perh. in a transf. sense display of animals, procession of animals ἐποίε̣ι̣ ὁ̣ Ἱερώνυμος κυν[ηγίαν] AcPl Ha 1, 33 (the mng. ‘parade of animals’ for this restoration can be derived from the context, but an alternate restoration κυν[ήγιον] (s. next entry) ‘beast-hunt’ (Lat. venatio) is also prob. The author had at disposal the term πόμπη, ordinarily used of solemn processions, had it been the intention to highlight that aspect (for the terms πόμπη and πομπεύω s. AcPlTh: Aa I 255, 5 and 11; 256, 5).

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνηγία — κυνηγίᾱ , κυνηγία hunt fem nom/voc/acc dual κυνηγίᾱ , κυνηγία hunt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγία — κυνηγία, ἡ, δωρ. τ. κυναγία (Α) [κυνηγός] κυνήγι, θήρα …   Dictionary of Greek

  • κυνηγίᾳ — κυνηγίαι , κυνηγία hunt fem nom/voc pl κυνηγίᾱͅ , κυνηγία hunt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγια — κυνήγιον hunt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίας — κυνηγίᾱς , κυνηγία hunt fem acc pl κυνηγίᾱς , κυνηγία hunt fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίαν — κυνηγίᾱν , κυνηγία hunt fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίαις — κυνηγία hunt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • κυναγίας — κυνᾱγίᾱς , κυνηγία hunt fem acc pl (doric) κυνᾱγίᾱς , κυνηγία hunt fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγίᾳ — κυνᾱγίαι , κυνηγία hunt fem nom/voc pl (doric) κυνᾱγίᾱͅ , κυνηγία hunt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”